Saturday, February 12, 2011

Απλά προσπέρασα.....






Περνώντας αθόρυβα, 
δίπλα από ενα παλιό μου λάθος, 
της περπατησιάς μου τα γκέμια τράβηξα 
μήπως και οι μνήμες ξυπνήσουν 
και την ψυχή μου κεντρίσουν πάλι 
με το πικρό ροσόλι της θύμησης.... 
  
Ακροπατώντας, 
έσυρα αργά το βλέμμα μου πάνω του 
κρατώντας την ανάσα μου, 
μη τυχόν κι οι ματιές μας ανταμώσουν 
στο πρώϊμο του ήλιου φώς , 
μα δεν το αναγνώρισα.... 
  
Είχε ντυθεί, 
με της λήθης τον αστραφτερό μανδύα 
και σε ανέγγιχτη ψυχή 
είχε απλωμένο το χέρι του, 
προκαλώντας καινούργιους, 
επιούσιους πόνους... 
  
Το πρόσωπό του, 
είχε τη χλωμάδα του φθινοπώρου 
και στη φορεσιά του, 
ήταν χρυσοκεντημένοι σε μήτρες, 
όλοι οι πρότεροι αυθέντες του... 
  
Και εγώ... 
Και εσύ... 
Και αυτοί..... 
  
Ο φθαρμένος του μύθος, 
έμοιαζε με ξεπεσμένου ευπατρίδη την δόξα 
και η φωνή του, 
-που με κρώξιμο γλάρου στο πέλαγος αναλογούσε- 
καλούσε δόλια, 
καινούργιους κομιστές... 
  
Το κοίταξα λυπημένα, 
στάθηκα ορθός, 
χαμογέλασα πικρά,
κύλησα έξω από τις προγενέστερες παρενθέσεις μου 
και απλά προσπέρασα... 
  
Νίκος Π.© 2011

Thursday, February 10, 2011

Επί Πιστώσει......

Francois Boucher - Hercules and Omphale - 1735


Στον άλκιμο φαλλό σου, 
εκρυψες τις μυστικές λέξεις 
και διάτορος ξεχείλισες, 
γεμάτος  από σταγόνες ηδονής 
που ένα βράδυ γεύτηκες 
απ'των συλφίδων τα υπογάστρια...


Ύστερα ταξίδεψες στον έρωτα, 
περνώντας από πρησμένα στήθη 
- βίαιος περαματάρης - 
και στάθηκες να ξαποστάσεις 
στην σκιερή πλαγιά 
μιας εύκαρπης μήτρας..


Οι λέξεις σου, 
κυλούσαν έξω απ'την ορφάνια τους 
και απ'του φτωχού σοδιάσματος 
-π'ασθενούσε τα φύλλα απ'τα αγριοστάχυα-
λεηλάτησες τους έσχατους καρπούς 
επί πιστώσει..


Χίλιοι κόμποι ο ίδρως σου 
και στο ψεύτικο χαμόγελο της 
απαντούσες με τα δικά σου 
προσποιητά χαριεντίσματα 
και με δανεικές λέξεις απόγνωσης..


Δίστασες να δαμάσεις την ψυχή σου,
που βιάστηκε το Σ'αγαπώ να πει,
γλυστρώντας ανάμεσα από ένα κατακκόκινο κραγιόν
κι ένα φτηνό άρωμα που μύριζε μόνο νύχτα...


Την ώρα της κορύφωσης, 
όταν ο οργασμός σου 
συνταίριαξε με τ'αστραπόβροντα, 
όταν τα φώτα γίνανε βροχή 
κι ο πυκνός ορυζώνας, 
βάλτος αμαρτημάτων 
τότε,τράβηξες τα σκεπάσματα 
έκανες τις κραυγές σου ανασφάλειες 
και βυθίστηκες αύτανδρος 
στην ασάφεια...


Νίκος Π.© 2011